ἀνεξάλειπτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. -τως Hsch.
German (Pape)
[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: ἀ, ἐξαλείφω.