ἀνυπόστατος
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ον,
A not to be withstood, irresistible, δύναμις Pl.Lg.686b; ἀνάγκη X.Lac.10.7; φρόνημα, πόλις, Id.Cyr.5.2.33, Mem.4.4.15; τολμήματα D.54.38; ἀ. τισὶν ἀνταγωνισταί D.Chr.8.17. Adv. -τως Aristobul. ap. Eus.PE8.10. II without sure foundation, ἡ τῆς ὑποθέσεως ἀρχὴ ἀ. Plb.1.5.3, cf. 12.25f.4; ἀ. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχάς D.L.9.99, cf. Ath. 3.98c. 2 without sediment, οὖρα Aret.SD1.13, cf. CD1.13, Hp. Epid.2.2.23. 3 unsubstantial, Stoic.2.117, Syrian.in Metaph.25.3; of accidental or secondary qualities, Syn.Alch.p.62B.; nonexistent, Ps.-Archyt. ap. Simp.in Ph.785.17; μαντικαί D.L.7.149; τὸ ἀ. . . τῆς μαντικῆς Diogenian.Epicur.4.79; κειμήλιον Secund.Sent. 11. 4 without significance, φωνή Them.in Ph.124.27.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, δύναμις Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. φρόνημα Cyr. 5, 2, 33, wo der Ggstz ἐκπεπληγμένος φόβος. Auch Sp., ἀνυπόστατος ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστᾰτος: -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, ἀκαταγώνιστος, δύναμις Πλάτ. Νόμ. 686Β· ἀνάγκη Ξεν. Λακ. 10. 7· φρόνημα, πόλις ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. ἄνευ ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς ὑπόθεσις Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) ἄνευ ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: ἀ, ὑφίστημι.