δοριστέφανος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.