κανθός
English (LSJ)
ὁ,
A corner of the eye, Arist.HA491b23, PA657b18, Nic.Th. 673, CPR29.10 (ii A.D.). 2 poet., eye, Call.Fr.150, Cerc.7.2, IG12(9).954.8 (Chalcis), Supp.Epigr.3.543 (Philippopolis, iii(?) B.C.), AP6.62 (Phil.), 5.218 (Paul. Sil.), Moschio Trag.9.9, Opp.C. 4.118, etc. II tyre of a wheel, Edict.Diocl.15.36, EM364.29, Sch. Il.5.725. III chimney, Hsch. IV pot, pan, Id. (Lat. cantus (in signf. 11) is said to be African or Spanish by Quint.1.5.8.)
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ, der Augenwinkel; οἷς ἂν ὦσιν οἱ κανθοὶ μακροί, κακοήθους σημεῖον Arist. physiogn.; H. A. 1, 9 κοινὸν τῆς βλεφαρίδος μέρος τῆς ἄνω καὶ κάτω κανθοὶ δύο; Nic. Th. 673 κανθῷ ἐνὶ ῥαντῆρι, wo der Schol. es durch ῥάμφος erkl. Poetisch übh. das Auge, δειμαίνοντες ἄνακτος ἑοῦ πυριλαμπέα κανθόν Opp. Cyn. 4, 118; φυλάκων παναγρεὺς κ. Paul. Sil. 1 (V, 219); ἐπεὶ γήρᾳ κανθὸς ἐπεσκέπετο, da das Auge vor Alter dunkel wurde, Philp. 17 (VI, 62), wofür er 16 (VI, 92) sagt γήρᾳ κανθὸν ἐζοφωμένος. – Nach Schol. Il. 5, 724 heißen auch die eisernen Reisen um das Rad so; vgl. E. M. 364, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κανθός: ὁ, ἡ γωνία τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 2, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1, Νικ. Θηρ. 673· «τῶν βλεφάρων τὰ ἑκατέρωθεν ἄκρα κανθοί, ὧν αἱ ῥίζαι ἐγκανθίδες» Πολυδ. Β΄, 71: - ποιητικῶς, ὁ ὀφθαλμός, Καλλ. Ἀποσπ. 150, Μοσχίων παρὰ Στοβ. 561.43, Ὀππ. Κυν. 4. 118, κτλ. ΙΙ. = ἐπίσωτρον, δηλ. ἡ μεταλλίνη στεφάνη τοῦ τροχοῦ, Λατ. canthus, Ἐτυμ. Μ. 364. 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ε. 724· πρβλ. Persius 5.71, Loring ἐν Hell. J. 11, σ.311. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ κύκλος. καὶ ἀναπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐν τοῖς ἰπνοῖς. τινὲς δὲ καὶ καπνοδόχην. καὶ μήποτε οἱ χυτρόποδες. Σικελοί. καὶ εἰς ὃ τὰς κάχρυς φρύγουσιν».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 le coin de l’œil où se forment les larmes;
2 cercle de fer qui entoure une roue, jante.
Étymologie: DELG gall. cant « cercle de fer » ; cf. κάνθαρος.