ἐπιδιαιρέω
English (LSJ)
fut.
A ελῶ PPetr.2p.10 (iii B.C.):— divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. Plb.1.73.3; κρέα Schwyzer726.33 (Milet., v B.C.); πολίτας ταῖς φράτραις D.H.2.55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπείαν D.S.19.44; αὐτοῖς . . τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent againstthem,App.Hisp.25:—Med., of several, distribute among themselves, Hdt.1.150, 5.116. II. make a crossincision in, ὑμένα Gal.12.522.
German (Pape)
[Seite 937] (s. αἱρέω), noch dazu theilen, vertheilen, Pol. 1, 73, 3 u. a. Sp.; πολίτας ποιησάμενος ταῖς φράτραις ἐπιδιεῖλε, vertheilte sie unter die Tribus, D. Hal. 2, 55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν D. Sic. 19, 44. – Med. darnach unter sich vertheilen, Her. 1, 150. 5, 116.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐπιδιαιρήσω, ao.2 ἐπιδιεῖλον;
distribuer, répartir;
Moy. ἐπιδιαιρέομαι partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.