ἀπολούω

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολούω Medium diacritics: ἀπολούω Low diacritics: απολούω Capitals: ΑΠΟΛΟΥΩ
Transliteration A: apoloúō Transliteration B: apolouō Transliteration C: apoloyo Beta Code: a)polou/w

English (LSJ)

   I c. acc. rei, wash off, λούειν ἄπο βρότον Il. 14.7:—Med., ὄφρ' . . ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι that I may wash the brine from off my shoulders, Od.6.219; of baptism, ἀ. τὰς ἁμαρτίας Act.Ap.22.16.    2 c. acc. pers., wash clean, Ar.V.118 (ἀπέλου for ἀπέλοε, v. λούω), Pl.Cra.405b, 406a:—Med., wash away from oneself, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Il.23.41; τὸ σῶμα ἀπελούετο Longus 1.13: in archaic style, ἀπολούμενος Luc.Lex.2, cf. Ath.3.97e,98a.    3 c. acc. pers. et rei, ὄφρα τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον might wash the gore off him, Il.18.345: c. gen. rei, καί μ' ἀπέλουσε λύθρου Epigr.Gr.314.6 (Smyrna).    4 ἀπολουσέμεναι· κολ[λ]οβώσειν (Cypr.), Hsch.; cf. ἀπολέπω.

German (Pape)

[Seite 313] abwaschen, Il. 14, 7 λούσῃ ἄπο βρότον; τινά τι, Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον 18, 345; Plat. Crat. 405 b; ἀπέλου Ar. Vesp. 118. – Med., sich abwaschen, ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι Od. 6, 219; εἰ πεπίθοιενΠηλείδην λούσασθαι ἄπο βρότον Iliad. 23, 41; ἀπολούσασθαι τὸ πρόσωπον, sich das Gesicht waschen, Long. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολούω: μέλλ. -λούσω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐκπλύνω, λούειν ἄπο βρότον Ἰλ. Ξ. 7: οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὄφρ’… ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἵνα ἀποπλύνω τὴν ἅλμην ἀπὸ τῶν ὤμων μου, Ὀδ. Ζ. 219. 2) μετ' αἰτ. προσ., λούων καθαρίζω, ἀποκαθαίρω, Ἀριστοφ. Σφ. 118 (ἔνθα τὸ ἀπέλου κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπέλοε, ἴδε ἐν λ. λούω), Πλάτ. Κρατ. 405Β, πρβλ. 406Α: ― Μεσ., λούω ἔμαυτόν, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Ἰλ. Ψ. 41· οὕτω καὶ, τὸ σῶμα ἀπελούετο Λόγγ. 1. 13: ― οὕτω κατ’ ἀρχαϊκὸν τρόπον, ἀπολούμενος Λουκ. Λεξιφ. 2, πρβλ. Ἀθήν. 97D, 98Α. 3) μετ' αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ὄφρα τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον Ἰλ. Σ. 345· μεταγεν. μετὰ γεν. πράγμ., καί μ’ ἀπέλουσε λύθρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 314. 6.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολούσω, ao. ἀπέλουσα;
ôter en lavant : τι qch (sueur, sang, etc.);
Moy. ἀπολούομαι;
1 ôter en se lavant : τι qch (sueur, poussière, etc.);
2 laver sur soi, nettoyer en se lavant.
Étymologie: ἀπό, λούω.