κρέκω
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
A weave, ἴστον Sapph.90; πέπλους E.El.542. 2 strike a stringed instrument with the plectron, μάγαδιν Diog.Ath.1.10; βάρβιτα D.H.7.72: generally, play on any instrument, αὐλόν Ar.Av. 682 (lyr.): less freq.c.dat., κρέκειν δόνακι APl.4.231 (Anyte): c. acc. cogn., πηκτίδων ψαλμοῖς κ. ὕμνον Telest.5; λωτὸς ᾠδὰν κρέκει Pae.Delph.12; ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον AP9.584. 3 of any sharp noise, βοὴν πτεροῖς κ. Ar.Av.772 (lyr.), cf. AP7.192 (Mnasalc.); κίσσα κρέξασα ἁρμονίαν ib.191 (Arch.), cf. Hp. ap. Gal.19.114. (Cf. Onorse hraell (*hrahilaz) 'weaver's sley', Oe. hraegel 'dress', 'garment', perh. Lett. krekls 'shirt'.)
Greek (Liddell-Scott)
κρέκω: μέλλ. -ξω, ῥῆμα ὀνοματοπ., κυρίως ἐκδηλοῦν τὸν ἦχον χορδῆς κρουομένης· πρβλ. ὡσαύτως κρεγμός, κερκίς, κρέξ: 1) κτυπῶ τὸ ὕφασμα διὰ τῆς κερκίδος, κρούω αὐτό, καθόλου, ὑφαίνω, γλυκεῖα μᾶτερ, οὔτι δύναμαι κρέκειν τὸν ἱστὸν Σαπφὼ 91· πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 542. 2) πλήττω, κρούω ἐγχόρδου ὀργάνου τὰς χορδὰς διὰ τοῦ πλήκτρου, Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον Ἀνθ. Π. 9. 584· ― ἀκολούθως, παίζω οἱονδήποτε ὄργανον, αὐλὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 682· σπανιώτερον μετὰ δοτ., κρέκειν δόνακι Ἀνθ. Πλαν. 231, πρβλ. Tibull. 1. 1, 4· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., πηκτίδων ψαλμοῖς ὕμνον κρ. Τελέστ. 6· ἡ κιθάρα κρ. τὸν κύριον Κλήμ. Ἀλ. 5. 3) ἐπὶ πάσης ὀξεῖας βοῆς ἢ ἤχου, βοὴν πτεροῖς κρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 772, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 192· κρέξασα κίσσα αὐτόθι 191.
French (Bailly abrégé)
frapper en cadence un instrument (avec l’archet).
Étymologie: R. Κρεκ, faire du bruit.