χοροιμανής
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ές, Ep. for χορομανής, Orph.H.52.7, Fr.282, Max.496.
German (Pape)
[Seite 1366] ές, die Chöre, den Tanz leidenschaftlich liebend s. χορομανής, – Adv. χοροιμανέως, Maxim.
Greek (Liddell-Scott)
χοροιμᾰνής: -ές, Ἐπικ. ἀντὶ χορομανής, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 7, Μάξιμ. π. καταρχ. 496.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. χορομανής.