διαβαστάζω
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.