Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθολικός

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθολικός Medium diacritics: καθολικός Low diacritics: καθολικός Capitals: ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: katholikós Transliteration B: katholikos Transliteration C: katholikos Beta Code: kaqoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (καθόλου)

   A general, ὕδερος Hp.Int.26; καθολικόν, τό, generic description, Stoic.2.74; καθολικά, τά, title of work by Zeno, ib. 1.14; ἔμφασις (v. sub voc.) Plb.6.5.3, cf. 1.57.4; κ. καὶ κοινὴ ἱστορία Id.8.2.11; κ. περίληψις D.H.Comp.12; κ. παραδόσεις Phld. Rh.1.126S.; κ. θεώρημα Cic.Att.14.20.3; κ. praecepta, Quint.2.13.14; -ώτεροι λόγοι general, opp. εἰδικοί, S.E.P.2.84, cf. Hermog.Meth. 5; κ. προσῳδία, title of work by Hdn.Gr. on accents; νόμος -ώτερος Ph.2.172; κ. ἐπιστολή an epistle general, 1 Ep.Pet.tit.; of general interest, BGU19i5(ii A.D.); universal, κ. τίς ἐστιν καὶ θεία ἡ ταυτότης καὶ ἡ ἑτερότης Dam.Pr.310. Adv. -κῶς generally, ἀποφήνασθαι Plb. 4.1.8; εἰπεῖν in general terms, Str.17.3.10, cf. Phld.Rh.1.161 S.; κ. εὑρίσκεταί τι Hermog.Inv.3.11; κ., opp. πληθικῶς ('in the majority of cases'), OGI669.49(Egypt, i A.D.); universally, Porph.Sent.22: Comp. -ώτερον Plb.3.37.6, Gal.18(1).15; -ωτέρως Tz.ad Lyc.16.    II as Subst., καθολικός, ὁ, supervisor of accounts (οἱ καθόλου λόγοι), = Lat. procurator a rationibus, Εὐφράτης ὁ κ. Gal.14.4, cf. Jahresh.23 Beibl.269(Ephes., ii A.D.); in Egypt, = Lat. rationalis, PLond.3.1157 (iii A.D.), IGRom.1.1211 (Diocletian), POxy.2106.25(iv A.D.), etc.; also, = consularis, Gloss.; in cent. iv, also, = rationalis summarum, Τεωργίῳ κ. Jul.Ep.188, 189 tit.

German (Pape)

[Seite 1288] ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ ἱστορία Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von καθέκαστα. Auch καθολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καθολικῶς, im Ggstz von κατὰ μέρος, Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καθολικώτερον θεωρούμεναι 3, 37, 6; καθολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.

Greek (Liddell-Scott)

καθολικός: -ή, -όν, (καθόλου) ὁ εἰς τὸ ὅλον ἀναφερόμενος, «γενικός», καθολικῷ λόγῳ = ὡς καθόλου εἰπεῖν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· καθ. ἔμφασις (ἴδε ἐν λ.) Πολύβ. 6. 5, 3, πρβλ. 1. 57, 4· καθ. καὶ κοινὴ ἱστορία ὁ αὐτ. 8. 4, 11· καθ. περίληψις Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· καθ. λόγοι, γενικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς εἰδικούς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 84· νόμος καθ. Φίλων 2. 172· καθ. ἐπιστολή, γενική, Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15, κτλ.· οὕτω, τὰ καθολικὰ αὐτόθι 3. 3· ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, ἡ παγκόσμιος, Κυρίλλ. Ἰεροσολ. Κατήχ. 18, κτλ.· καθ. προσῳδία, ἴδε ἐν λ. καθόλου. - Ἐπίρρ. -κῶς, γενικῶς, Ἀριστ. π. Φύσ. 2. 8, 9, Πολύβ. 4. 1, 8· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 3. 37. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἰκονομικός τις ὑπάλληλος, ἐλεγκτής, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6· - ἐντεῦθεν, καθολικότης, ἡ, τὸ ὑπούργημα καὶ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
général, universel.
Étymologie: κατά, ὅλος.