ὑπεκπρολύω

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρολύω Medium diacritics: ὑπεκπρολύω Low diacritics: υπεκπρολύω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΛΥΩ
Transliteration A: hypekprolýō Transliteration B: hypekprolyō Transliteration C: ypekprolyo Beta Code: u(pekprolu/w

English (LSJ)

   A loose from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the carriage-yoke, unyoked and let them go to graze, Od.6.88.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρολύω: λύω κάτωθέν τινος καὶ ἐξάγω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. κάτωθεν τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν κάτω σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν ἔμπροσθεν ὑπαγορεύει».

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. ὑπεκπροέλυσαν;
dételer de, rég. ind. au gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προλύω.