μάτη
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A folly, fault, μάτας εἰπών speaking folly, Stesich.47, cf. A.Ch.918 (pl.); μάταισι πολυθρόοις with clamorous lewdness, Id.Supp. 820 (lyr.) (but expld. by Sch. as 'quest'); οὔ τί τοι μέτρον μάτας S.Fr.798. II cf. μάτην ad fin.
German (Pape)
[Seite 101] ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυθρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.
Greek (Liddell-Scott)
μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, μάταιος κόπος, μωρία, σφάλμα, Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι μέτρον μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν ματάω, ματᾴζω, μάτην, μάταιος· ἴσως δὲ καὶ τὸ μὰψ εἶναι συγγενές).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chose vaine, action ou démarche vaine.
Étymologie: pê apparenté au lat. mentiri.