ἀπαισχύνομαι
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[ῡ],
A shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.
German (Pape)
[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.