ἀποπλάζω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλάζω Medium diacritics: ἀποπλάζω Low diacritics: αποπλάζω Capitals: ΑΠΟΠΛΑΖΩ
Transliteration A: apoplázō Transliteration B: apoplazō Transliteration C: apoplazo Beta Code: a)popla/zw

English (LSJ)

   A lead away from, ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. Hsch.:—Pass., only aor., stray away from, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; ἀπὸ θώρηκος . . πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός] glancing off the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., wander, Od.8.573; to be separated, Emp.22.3; τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off, falling from the head, Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλάζω: μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς [[[ὀϊστός]]] Ἰλ. Ν. 592· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι μακράν, Ὀδ. 573: - ἡ φράσις τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, εἶναι μοναδική.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλάγξω;
égarer loin de ; Pass. (ao. ἀπεπλάγχθην) :
1 s’égarer hors de, errer loin de, gén. ; abs. errer au poin ; p. anal. σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d’un bouclier en parl. d’un trait;
2 p. ext. être renversé, tomber.
Étymologie: ἀπό, πλάζω.