ἀραῖος

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραῖος Medium diacritics: ἀραῖος Low diacritics: αραίος Capitals: ΑΡΑΙΟΣ
Transliteration A: araîos Transliteration B: araios Transliteration C: araios Beta Code: a)rai=os

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, also ος, ον S.Ant.867 (lyr.): (ἀρά):    I Pass., prayed to or entreated, Ζεὺς ἀ., = ἱκέσιος, S.Ph.1182 (lyr.).    2 prayed against, accursed, γονά A.Ag.1565 (lyr.); πότμος ἀ. ἐκ πατρός Id.Th.898 (lyr.); μ' ἀραῖον ἔλαβες you adjured me under a curse, S. OT276.    II Act., cursing, bringing mischief upon, c. dat., φθόγγος ἀ. οἴκοις A.Ag.237 (lyr.); δόμοις ἀ. S.OT1291, cf. E.Med.608, IT 778; ἀ. γονεὺς ἐκγόνοις ὡς οὐδεὶς ἕτερος ἄλλος Pl.Lg.931c: abs., A. Ag.1398, S.Tr.1202.—Almost confined to Trag., exc. Pl.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ἀντ. 867 (ἀρά): - Ἀττ. (κατὰ τὸ πλεῖστον Τραγ.) ἐπίθ., πρβλ. εὐκταῖος. 1) παθ., παρακαλούμενος, ἱκετευόμενος, Ζεὺς ἀραῖος = ἱκέσιος Σοφ. Φ. 1181. 2) ὁ καθ’ οὗ προσηυχήθη τις, κατηραμένος, μεστὸς ἀρᾶς ἢ ἀρῶν, γονὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· πότμος ἀρ. ἐκ πατρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 898· ὥσπερ μ’ ἀραῖον ἔλαβες, «τῇ ἀρᾷ ἔνοχον», (Σχολ.), «ὥσπερ με εἶλες διὰ τῆς ἀρᾶς» Εὐστ., ἐπειδή μ’ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου ὑπὸ κατάραν ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Σοφ. Ο. Τ. 276. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάραν, βλάβην, μετὰ δοτ., φθόγγος ἀρ. οἴκοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 236· δόμοις ἀραῖος Σοφ. Ο. Τ. 1291· πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 608, Ι. Τ. 778· ἀραῖος γονεὺς ἐκγόνοις Πλάτ. Νόμ. 931C: - ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1398, Σοφ. Τρ. 1202,

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 qu’on invoque par des prières;
2 maudit;
II. qui maudit ou qui est une cause de malédiction ; funeste à, τινι.
Étymologie: ἀρά.