ἀρτεμισία
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ἡ,
A wormwood, ἀ. πλατυτέρα, = Artemisia arborescens, ἀ. λεπτοτέρα, = A. campestris, Dsc.3.113. 2 ἀ. μονόκλωνος, = A. scoparia, Ps.-Dsc.3.113. II = ἀμβροσία, ib.114.
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, ein Kraut wie Beifuß, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμῐσία: ἡ, «πόα θαμνοειδής, παρόμοιος ἀψίνθῳ, μείζων δὲ καὶ λιπαρώτερα τὰ φύλλα ἔχουσα» Διοσκ. 3. 127· «ἀρτεμισία λεπτόφυλλος» ὁ αὐτ. 3. 128, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
armoise, sorte d’absinthe, plante.
Étymologie: Ἄρτεμις.