ἀργύριον

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργύριον Medium diacritics: ἀργύριον Low diacritics: αργύριον Capitals: ΑΡΓΥΡΙΟΝ
Transliteration A: argýrion Transliteration B: argyrion Transliteration C: argyrion Beta Code: a)rgu/rion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A small coin, piece of money, Ar.Fr.262, X.Oec.19.16, etc.: pl. (v. Poll.9.89), Ar.Av.600, Eup.155, X.l.c.: then,    2 collectively, money, Ar.Pl.156,158, al.; ἀ. ῥητόν a fixed sum, Th.2.70; εἰς ἀ. λογισθέντα calculated in our money, X.Cyr.3.1.33; ἀ. καθαρόν 'hard cash', Theoc.15.36: in Com. with Art., τἀργύριον the money, the cash, δανείζεσθαι Ar.Nu.756; ἀπαιτεῖν ib.1247; κατατιθέναι Antiph.124.14, etc.; so τἀ. καταβάλλειν Th.1.27, etc.    II = ἄργυρος, silver, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Hdt.3.13; ἀ. ἐπίσημον and ἄσημον Th.2.13; χρυσίον καὶ ἀ. Pl.Alc.1.122e; ἀργυρίου ἄνθος lead oxide, Hp.Nat.Mul.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύριον: [ῠ], τό, Βοιωτ. ἀργούριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 50: - μικρὸν νόμισμα, κερμάτιον, Ἀριστοφ. 5. 255, Ξεν. Οἰκ. 19. 16, κτλ.· πληθ. (ἴδε Πολυδ. Θ΄, 89), Ἀριστοφ. Ὄρν. 600, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 19, Πλάτ. Νόμ. 742D, Ξεν. Οἰκ. 19, 16: - ἑπομένως, 2) περιληπτικῶς, χρήματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «ἀργύρια» ἀντὶ χρήματα, ἐπεὶ αἰτοῦσιν οὐκ ἀργύριον οἱ χρηστοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 156, 158, κ. ἀλλ.· ἀργ. ῥητόν, ὡρισμένον ποσόν, Θουκ. 2. 70· εἰς ἀργύριον λογισθέντα, ὑπολογισθέντα εἰς νόμισμα, εἰς ἀξίαν νομίσματος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· μὴ μνάσῃς Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν ἢ δύο, «πλέον ἠνάλωσά φασιν ἢ δυοῖν μνᾶν καθαροῦ ἀργυρίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 15. 36: - παρὰ τοῖς κωμ. συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρου, τἀργύριον (τὰ χρήματα) δανείζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 756· ἀπαιτεῖν αὐτόθι 1247· κατατιθέναι Ἀντιφ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1. 14, κτλ.· οὕτω, τὸ ἀργ. καταβάλλειν Θουκ. 1. 27, κτλ. ΙΙ. = ἄργυρος, ὡς μέταλλον, πεντηκοσίας μνέας ἀργυρίου Ἡρόδ. 3. 13· ἀργ. ἐπίσημον καὶ ἄσημον Θουκ. 2. 13· συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀργυρίου ἄνθος Λατ. Flos argenti, Ἱππ. 574. 53.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce d’argent ; en gén. argent monnayé.
Étymologie: ἄργυρος.