ἀρραγής
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀ. unbroken surface, Arist.Pr.899b20. 2 that cannot be rent or broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34. II ἀ. ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.