βδελυγμία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A nausea, sickness, Cratin.251, X. Mem.3.11.13. 2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.
Greek (Liddell-Scott)
βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.