βιοτεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A way of life, X.Oec.6.10, Plb.6.7.5.
German (Pape)
[Seite 445] ἡ, Lebensart, Xen. Oec. 6, 5; Pol. 6, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτεία: ἡ, μέσον ζωῆς, τρόπος πορισμοῦ τῶν πρὸς τὸ ζῆν, Ξεν. Οἰκ. 6, 10, Πολύβ. 6. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
moyens d’existence.
Étymologie: βιοτεύω.