βοήθεια

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοήθεια Medium diacritics: βοήθεια Low diacritics: βοήθεια Capitals: ΒΟΗΘΕΙΑ
Transliteration A: boḗtheia Transliteration B: boētheia Transliteration C: voitheia Beta Code: boh/qeia

English (LSJ)

ἡ (Dor. βοάθοια SIG421.36 (Thermon)),

   A help, aid, Th.2.22, etc.; β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c; ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh.1383a29; αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46, cf. Act.Ap.27.17.    2 medical aid, cure, κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19.    II force of auxiliaries, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20; νεῶν β. Th.4.8: opp. regular forces, D.4.32.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; παρά τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.

Greek (Liddell-Scott)

βοήθεια: ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία, προστασία, Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ πρός τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν πρός τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ βοήθεια, θεραπεία, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν βοήθεια Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, οἷον διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ συνεχής), Δημ. 49. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 secours ; particul. secours médical, soins de médecin;
2 expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.
Étymologie: βοηθέω.