δηρίω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

German (Pape)

[Seite 568] streiten; Theocrit. 25, 82 ἐδήρισεν, τινὶ περίτινος; Lycophr. 1306 δηρίσοντας, τινί; Orph. Arg. 410 ὄφρ' ἂν ἔγωγε δηρίσω Κείρωνι; vs. 420 δήρισαν. – Depon. δηρίομαι in der Bdtg des activ.: Homer Odyss. 8, 76 ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν; Iliad. 17, 734 οὐδέ τις ἔτλη πρόσσω ἀίξας περὶ νεκροῦ δηρίσασθαι, var. lect. δηριάασθαι; in derselben Bdtg wie in diesen Stellen der aorist. med. steht der aorist. passiv. Iliad. 16, 756 τὼ περὶ Κεβριόναο λέονθ' ἃς δηρινθήτην, vgl. ἱδρύνθην ἱδρύω. Euphorio bei Tzetz. Lyc. 440 δηρινθέντες (Meineke Anal. Alex. p. 90); Orph. Lith. 670 δῆρινθῆναι; Apoll. Rh. 2, 16 δηρινθῆναι; 1, 1343 δηρίσασθαι; 4, 1767 δηρίσαντο; das Praes. bei Pind., Ol. 13, 44 δηρίομαι; das futur. bei Theocr., 22, 70 δηρισόμεθα. – Vgl. δηριάομαι, δῆρις, ἀδήριτος.

French (Bailly abrégé)

seul. f. δηρίσω et ao. ἐδήρισα;
lutter;
Moy. δηρίομαι m. sign. ; particul. lutter en paroles, s’injurier mutuellement.
Étymologie: δῆρις.