κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Full diacritics: διείρομαι | Medium diacritics: διείρομαι | Low diacritics: διείρομαι | Capitals: ΔΙΕΙΡΟΜΑΙ |
Transliteration A: dieíromai | Transliteration B: dieiromai | Transliteration C: dieiromai | Beta Code: diei/romai |
A v. διέρομαι.
[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.
seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.