διερείδω
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1. 2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22. II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150. 2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.
Greek (Liddell-Scott)
διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.
French (Bailly abrégé)
appuyer ou enfoncer à travers ou entre;
Moy. διερείδομαι s’appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.