ἐκδοχεῖον
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
τό,
A reservoir, tank, J.BJ1.15.1, Peripl.M.Rubr. 27.
German (Pape)
[Seite 758] τό, der Behälter, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοχεῖον: τό, δοχεῖον, δεξαμενή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «ἐκδοχεῖον, τὸ ταμεῖον»· προσέτι, ἐκδόχιον, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐκδόχιον Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
réservoir, récipient, d’où
1 citerne;
2 c. ἀμίς.
Étymologie: ἐκδοχή.