ἐκλακτίζω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλακτίζω Medium diacritics: ἐκλακτίζω Low diacritics: εκλακτίζω Capitals: ΕΚΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: eklaktízō Transliteration B: eklaktizō Transliteration C: eklaktizo Beta Code: e)klakti/zw

English (LSJ)

   A kick out, fling out behind, σκέλος οὐράνιον Ar.V.1492 ; τὸ Φρυνίχειον ἐ. ib.1525 : abs., Eup.411, Hp.Art.82.    2 metaph., escape, run away, Men.16; also εἰς κραιπάλην Procop.Pers.1.24.

German (Pape)

[Seite 766] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; σκέλος Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλακτίζω: λακτίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις αὐτόθι 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., φεύγω, ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) λακτίζω, «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) ἀπολακτίζω, Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.

French (Bailly abrégé)

1 agiter les jambes convulsivement comme pour ruer;
2 p. ext. lancer sa jambe (en avant, en l’air, etc.).
Étymologie: ἐκ, λακτίζω.