ἐκλαγχάνω
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5 :—
A obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337 ; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.
German (Pape)
[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.