ἐπιβοηθέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Dor. ἐπι-βοᾱθέω,
A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc. II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.
German (Pape)
[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.