ἔλλοψ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
οπος, ὁ, ἡ, epith. of fish (exc. ἔλλοπι κούρᾳ, of Echo, Theoc. Syrinx 18), expld. as
A dumb by Hsch. (also by δασεῖς, τραχεῖς, ποικίλοι), but perh. rather, scaly (cf. λεπίς): ἔλλοπας ἰχθῦς Hes.Sc.212; ἔλλοπος μυνδοῦ δίκην Lyc.1375:—also ἔλλοπος, Emp.117: or ἐλλός, ἰχθύες ἐλλοί Titanomach.Fr.4; ἐλλοῖς ἰχθύσιν S.Aj.1297. II as Subst., fish, in general, Nic.Al.481, Lyc.600, Opp.H.2.658, 3.55,89; fem., Lyc.796. 2 an unknown sea-fish, Arist.HA505a15, etc.; also ἔλοψ, Epich.71, Archestr.Fr.11.1, Matro Conv.69, Apio ap.Ath. 7.294f, Plu.2.979c; identified with ἱερὸς ἰχθῦς by Ael.NA8.28. 3 a serpent, Nic.Th.490.
German (Pape)
[Seite 802] οπος, adi. = ἐλλός, Hes. Sc. 212; auch als subst., der Fisch; vgl. Plut. Sympos. 8, 8, 1. So Nic. Al. 481; Lycophr. 598. Bes. ein geschätzter Meerfisch, Schwertfisch od. Stör, Arist. H. A. 2, 13. 15; Ath. VII, 249 s. – Auch ἔλοψ geschrieben, Matro bei Ath. IV, 136 a; Epicharm. ibd. VII, 282 d; Nic. Th. 490.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλλοψ: -οπος, ἄφθογγος, ἄφωνος, ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἰχθύων, ἔλλοπας ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212 (καλοῦνται δὲ καὶ ἄναυδοι ὑπὸ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 578)˙ ἔλλοπος μυνδοῦ δίκαν Λυκόφρ. 1375: - ὡσαύτως ἔλλοπος, ὁ, Ἐμπεδ. 12 (μετὰ πολλῶν δι. γραφ.)˙ - ὡσαύτως ἐλλός, ἐλλοῑς ἰχθύσιν Σοφ. Αἴ. 1279˙ ἰχθύες ἐλλοὶ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 277D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔλλοψ, ὁ, ὁ ἄφωνος, δηλ. ὁ ἰχθύς, Νικ. Ἀλεξιφ. 481, Λυκόφρ. 598˙ ὡσαύτως θηλ., Λυκόφρ. 796. 2) ἄγνωστος τις θαλάσσιος ἰχθύς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 13. 8., 15. 14, Ἀθην., κτλ.˙ γράφεται καὶ ἔλοψ, Ἐπίχ. 48 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α˙ καὶ (ἐπὶ ὄφεως) Νικ. Θ. 490. - Περὶ ἔλλοπος ἐν γένει ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτει σ. 84.
French (Bailly abrégé)
οπος;
adj.
s’applique uniquement au poisson, soit « porteur d’écailles », soit « muet » .
Étymologie: DELG ἐν, λοπός.