ἠμάτιος

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμάτιος Medium diacritics: ἠμάτιος Low diacritics: ημάτιος Capitals: ΗΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ēmátios Transliteration B: ēmatios Transliteration C: imatios Beta Code: h)ma/tios

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος,

   A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠ. φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.).    2 day by day, daily, Il.9.72.

German (Pape)

[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.