ποτανός

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾱνός Medium diacritics: ποτανός Low diacritics: ποτανός Capitals: ΠΟΤΑΝΟΣ
Transliteration A: potanós Transliteration B: potanos Transliteration C: potanos Beta Code: potano/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A winged, flying, ἐν ποτανοῖς among fowls, Pi.N.3.80; π. οἰωνοί E.Hel.1478 (lyr.); πέδιλα Id.El.460 (lyr.); π. εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Id.Supp.620 (lyr.), cf. 1142 (lyr.): prov. of vain pursuits, διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag.394 (lyr.): metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i.e. soaring in the arts of the Muses, Pi.P.5.114; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i.e. by poesy, Id.N.7.22; ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ Id.P. 8.34; ποταναὶ (v.l. ποτ' αἰναὶ) τευθίδες Epich.61.—Dor. for ποτηνός, which occurs only in Poet. ap. Pl.Phdr.252b.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt ποτηνός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾱνός: -ή, -όν, πτηνός, πετόμενος, κεκτημένος πτέρυγας, Πινδ. Π. 8. 48· ἐν ποτανοῖς, ἐν πτηνοῖς, ὁ αὐτ. 3. 140· π. οἰωνοὶ Εὐρ. Ἑλ. 1478· πέδιλα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 160· π. εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 621, πρβλ. 1142· ― παροιμ., ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), ποτανὸν διώκειν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· μεταφορ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, πετόμενος ὑψηλὰ ἐν ταῖς τέχναις τῶν Μουσῶν, Πινδ. Π. 5. 153· ποτανᾷ μαχανᾷ, διὰ τῆς ὑψηλὰ πετομένης τέχνης, δηλ. τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 31· ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 48· ― Κυρίως Δωρ. ἀντὶ ποτηνός, ὅπερ ὅμως ἀπαντᾷ μόνον ἐν ποιητικῷ τινι χωρίῳ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 252Β.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ποτηνός.