ζάγκλον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A reaping-hook, sickle, Sicilian for δρέπανον, Th.6.4, cf. Call.Aet.Oxy.2080.73. (ζάγκλιον,= σκολιόν, acc. to Str.6.2.3.)
German (Pape)
[Seite 1135] τό, = Vor., nach Thuc. 6, 4 u. St. B. eigtl. sicilisch, wie ζάγκλιον, nach Strab. 6, 2, 3 = σκολιόν. Andere deuteten ἄγκλιον, = ἄγκυλον, u. erklärten so den Namen der Stadt Ζάγκλη.
Greek (Liddell-Scott)
ζάγκλον: τό, δρέπανον πρὸς θερισμόν, Λατ. falx, Θουκ. 6. 4· κατὰ τὸν Στράβ. 268. ζάγκλιον = σκολιὸν (καὶ ἑπομένως συγγενὲς τῷ ἀγκύλος)· καὶ ὁ Θουκ. 6. 4 λέγει ὅτι ἦτο λέξις Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ δρέπανον· πρβλ. Κουρτ. Gr. Et. σ. 606.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
faucille.
Étymologie: DELG mot sicilien de Ζάγκλη = Messine, dont le port a une forme de faucille.