φειδωλός
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Ar.Nu.421 (anap.), Lys.1.7:—
A sparing, thrifty, and as Subst., niggard, miser, Ar. Pl.237, Eup.154, Democr.228, Pl.R.554a, al.; φ. γαστήρ Ar.Nu. l.c.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, i.e. sparing of words, Hes. Op. 720: c. gen., φ. χρημάτων Pl.R.548b; τόξων Anon.Trop.p.209 S. (cf. φειδωλία 11); φ. περί τινα Eus.Mynd.6; τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Pl.R.560c; τὸ φ. ἐν δαπάναις Plu.Galb.3; θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα pursuing earthly and niggardly practices, Pl.Phdr.256e; φ. μέτρῳ Alciphr.3.57 (nisi leg. Φειδωνίῳ, cf. sq. 11). Adv., τεθραμμένος . . ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς Id.R.559d. II merciful, PMag.Leid.V.9.3.
German (Pape)
[Seite 1260] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, sparsam, karg; γλῶσσα, wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.
Greek (Liddell-Scott)
φειδωλός: -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Πλ. 237· ἐκεῖνος ἧν φειδωλός, ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ ἅπαξ Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. γλῶσσα, μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· ὡσαύτως, φ. περί τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; en mauv. part avare.
Étymologie: φείδομαι.