παραρτέομαι
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
Ion. Verb (cf. ἀρτέομαι) only Med., I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42 ; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10. II abs., prepare, hold oneself in readiness, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108, cf. 81 ; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), ἐν χρήσει μόνον ὡς μέσ., Ι. ἐπὶ μεταβ. σημασ., παρασκευάζω πρὸς χρῆσίν μου, ἑτοιμάζω, τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν, ἐνησχολεῖτο εἰς παρασκευήν, Ἡρόδ. 7.2 0, πρβλ. 142., 8. 76., 9. 42· οὕτω, π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Ἀρρ. Ἰνδ. 27. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Ἡρόδ. 8. 108, πρβλ. 81· πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον ὁ αὐτ. 9. 29.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
c. παραρτάω.