ἐμπλέω
English (LSJ)
A sail in, [πλοίοις] Hdt.7.184: abs., οἱ ἐμπλέοντες Th.3.77, X.Oec.8.8. 2 in Ion. form ἐμπλεκ-πλώω, float in or upon, Nic.Al.426, Opp.H.1.260 (ἐνιπ-), Aret.SD1.9, 2.1: part. ἐμπλέων loose, πῶρος Heliod. ap. Orib.45.6.8. 3 Pass., of the sea, πελάγη ναυσὶν ἐμπλεόμενα Ph.1.28, cf. 2.514.
German (Pape)
[Seite 814] (s. πλέω), darin schiffen, fahren; πλοίοις Her. 7, 184; οἱ ἐμπλέοντες, die Leute auf dem Schiffe, Thuc. 3, 77 u. Sp. Bei Aret. von Speisen, ein Aufstoßen verursachen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ἔν τινι, ἄνευ τῶν σιταγωγῶν πλοίων καὶ ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι Ἡρόδ. 7. 184· ἀπολ., οἱ ἐμπλέοντες Θουκ. 3. 77, Ξεν. Οἰκ. 8. 8. 2) ἐπιπλέω, Νικ. Ἀλεξιφ. 426, ἐν τῷ τύπῳ ἐμπλώω, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 12., 2. 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπλεύσομαι, etc.
naviguer dans ou sur, τινι ; οἱ ἐμπλέοντες les hommes d’équipage.
Étymologie: ἐν, πλέω.