ἐνέδρα

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέδρα Medium diacritics: ἐνέδρα Low diacritics: ενέδρα Capitals: ΕΝΕΔΡΑ
Transliteration A: enédra Transliteration B: enedra Transliteration C: enedra Beta Code: e)ne/dra

English (LSJ)

ἡ,

   A sitting in: hence, lying in wait, ambush, Th.5.56 (pl.), etc.; ἐ. ποιεῖσθαι Id.3.90; ἐνέδραι κατασκευάζονται X.Eq.Mag.4.10; ἐνέδραν τιθέναι D.S.19.108; θέσθαι Plu.Rom.23; εἰς ἐ. ἐμπίπτειν X. Cyr.8.5.14; ἐκ τῆς ἐ. ἀνίστασθαι ib.5.4.4; θέειν ἐκ τῆς ἐ. Th.4.67.    b men laid in ambush, τὴν ἐ. ἐζανιστάναι X.HG4.8.37.    2 metaph., trickery, treachery, δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg.908d, cf. D.19.77; ἐνέδρας ἕνεκα Antiph.124.7; ἐξ ἐνέδρας, opp. φανερῶς, Ph.2.422; μετ' ἐνέδρας App.BC1.30, cf. Archig.ap Orib.8.2.20.    II position, ναρθήκων Hp.Fract.16,27.    III delay, περί τι POxy.62.10 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 836] ἡ, 1) das Daraufsitzen, Daraufliegen, ναρθήκων Hippocr. – 2) das Einliegen, der Hinterhalt, u. übh. Nachstellung, Hinterlist, Thuc. 5, 56 u. öfter, wie Folgde; δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Plat. Legg. X, 908 d; ἐνέδραν ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, θέσθαι τινί; Thuc. u. Folgde; – der Ort des Hinterhalts selbst, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen., wie auch die in den Hinterhalt gelegten Soldaten, ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν Hell. 4, 8, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέδρα: ἡ, τὸ ἐνεδρεύειν, ἐνέδρα, κοιν. «καρτέρι», Λατ. insidiae, Θουκ. 5. 56, κτλ.· ἐν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 90· κατασκευάζειν Ξεν. Ἱππαρχ 4. 10· τιθέναι Διόδ. 19. 108· θέσθαι Πλουτ. Ρωμ. 23· εἰς ἐν. ἐμπίπτειν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· ἐκ τῆς ἐν. ἀνίστασθαι αὐτόθι 5. 4, 4· θέειν ἐκ τῆς ἐν Θουκ. 4. 67. β) οἱ ἐνεδρεύοντες, τὴν ἐν. ἐξανιστάναι Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 37. 2) μεταφ., προδοσία, ἀπιστία, Πλάτ. Νόμ. 908D· ἐνέδρας δ’ ἕνεκα Ἀντιφάν. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1.7· μετ’ ἐνέδρας Ἀππ. Ἐμφύλ. 1, 30. ΙΙ. θέσις, ναρθήκων Ἱππ. 764, 768. ΙΙΙ. ὑποστάθμη, «καταπάτι», Σοφ. Ἀποσπ. 644.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de poster dans ; embuscade, guet-apens ; p. suite
1 lieu où l’on dresse une embuscade;
2 troupe en embuscade.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.