ἐνεργάζομαι
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
A make or produce in, ἡ φορὰ τῆς τοξίτιδος ἐ. τῷ βέλει κίνησιν Ph.Bel.68.41; τι ἐν τῷ σώματι v.l. for ἀπ- in Hp. VM22; τι τοῖς ἀνδριᾶσιν X.Mem.3.10.6; τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις [τῇ Σπάρτῃ] ib.4.4.15; πολλοῖς ἔρωτα Gorg.Hel.18; [δόξαν] ib.13; ἔκπληξιν Pl.Phlb.47a; ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.2.39; δέος τοῖς πολίταις D.60.25; μοχθηρὰς συνηθείας τινί Id.61.3; εὔνοιαν ἐν πᾶσι Plb. 6.11a.7, cf. Ph.2.89, etc.: aor. 1 ἐνειργάσθην in pass. sense, to be made or placed in .., X.Mem.1.4.5. 2 work for hire in, of harlots, αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι Hdt.1.93; ἐ. τῇ οὐσίᾳ trade with the property, D.44.23; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις Plb.10.8.7.
German (Pape)
[Seite 838] (s. ἐργάζομαι), darin machen, arbeiten; τὸ ζωτικοὺς φαίνεσθαι, πῶς τοῦτο ἐνεργάζει τοῖς ἀνδριᾶσιν Xen. Hem. 3, 10, 6, wie arbeitest du das Leben in die Bildsäulen hinein? wie τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις – τῇ πόλει 4, 4, 15; ἔκπληξιν Plat. Phil. 47 a; προθυμίαν τοῖς ἀνθρώποις Pol. 5, 64, 7; ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις, dort beschäftigt, 10, 8, 7; auch εὔνοιαν ἔν τινι, 6, 2, 15; – τῇ οὐσίᾳ, mit dem Vermögen Geschäfte machen, Erwerb treiben, Dem. 44, 23; sc. ἐν οἰκήματι, von Buhldirnen, Her. 1, 93; – pass., γλῶσσα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη Xen. Hem. 1, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι: Ἀποθ., ἐμποιῶ, παράγω, προξενῶ, ὅσα δὲ φύσα ντε καὶ ἀνειλήματα ἐνεργάζεται ἐν τῷ σώματι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πῶς τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριάσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 6., 4. 4, 15· ἐν. ἔκπληξιν Πλάτ. Φίλ. 47Α· ἐν δέος τινὶ Δημ. 1396. 22· μοχθηρὰς συνηθείας τινὶ ὁ αὐτ. 1402. 14· εὔνοιαν ἔν τινι Πολύβ. 6. 2, 15, κτλ.: - ἀόρ. α΄ ἐνειργάσθην ἐπὶ παθ. σημασ., κατεσκευάσθην ἢ ἐτέθην ἐντός, τίς δ’ ἂν αἴσθησις ἦν γλυκέων καὶ δριμέων... εἰμὴ γλῶττα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη; Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5. 2) πορνεύομαι, «τὸ δουλεύω», καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι... τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι συλλέγουσαι σφίσι φερνὰς Ἡρόδ. 1. 93, ἔνθα ἴδε Valck. (Πρβλ. ἐργάσιμος, ἐργαστήριον)· ἐνεργ. τῇ οὐσίᾳ, ἐμπορεύεσθαι διὰ τῆς περιουσίας, Δημ. 1087. 22· ἐργάζομαι ἔν τινι τόπῳ. διά τινων ἁλιέων τῶν ἐνειργασμένων τοῖς τόποις ἐξητάκει Πολύβ. 10. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνειργασάμην;
opérer dans, produire dans, faire naître dans : ἐν. δέος τινί DÉM faire naître la crainte dans l’âme de qqn ; Pass. (ao. ἐνειργάσθην) être créé ou placé dans.
Étymologie: ἐν, ἐργάζομαι.