ἐνοράω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοράω Medium diacritics: ἐνοράω Low diacritics: ενοράω Capitals: ΕΝΟΡΑΩ
Transliteration A: enoráō Transliteration B: enoraō Transliteration C: enorao Beta Code: e)nora/w

English (LSJ)

fut.

   A ἐνόψομαι Iamb. in Nic.p.38P.: aor. ἐνεῖδον (q.v.): aor. 1 Pass. ἐνώφθην Theol.Ar.30:—see, remark, observe something in a person or thing, τί τινι Th.3.30, X.Cyr.1.4.27, etc.; τι ἔν τινι Hdt.1.89, Th.1.95, Lys. 33.9 codd.; ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα (sc. τὸ τυραννικόν) Hdt.3.53; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar.Ach.1129: c. acc. et fut. part., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην he saw that vengeance would come, Hdt.1.123, al.: c. dat. pers. et part., ἐνορῶ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Id.8.140.β':—Pass., Iamb. in Nic.p.43P.    II look at, behold, Arist.Fr.153; δεινὸν ἐ. τοῖς παισί Plu.Publ.6; ἐνορῶντες ἐς ἀλλήλους δεινόν Paus.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 850] (s. ὁράω), 1) in Etwas sehen, bemerken an Etwas; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar. Ach. 1129; τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν τὸ ἀφύλακτον, er bemerkte an ihnen, Thuc. 3, 30; ἐν χρημάτων κατασκευῇ ἀνθρώπου κακίαν ἄλλην τινὰ ἐνορᾷς ἢ πενίαν; Plat. Gorg. 477 b; ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδὲν ἐνορᾷ οὐδέτερος ὑμῶν Theag. 127 e; κακόνοιάν τινα ἐνιδόντες μοι Xen. An. 7, 7, 45; τῷ προσώπῳ τὸ θαῤῥαλέον Plut. Rom. 7; ἐν τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν. παίδων οὐκ ἐνεώρα (τοῦτο) Her. 3, 53; ὅπερ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Thuc. 1, 95; mit dem partic., ἐνορέω γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν Ξέρξῃ, ich sehe euch an, daß ihr nicht im Stande sein werdet Krieg zu führen, Her. 8, 140; der dat. ist aus dem Zusammenhange oft zu ergänzen, πολλὰ γὰρ ἐνορῶ δι' ἃ ἐμοὶ τοῦτο οὐ ποιητέον, sc. τῷ πράγματι, ich sehe hierbei Vieles, Xen. An. 1. 3, 15; übh. bemerken, einsehen, Her. 1, 123, öfter, u. Folgde. – 2) ansehen, anblicken; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 27, δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις παισί Plut. Popl. 6; δριμὺ ἐνορᾶν, scharf, finster ansehen, Luc. u. a. Sp.; εἰς τὴν θεράπαιναν Hel.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοράω: Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. ἐνεῖδον (ὃν ἴδε): - βλέπω, παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι ἐκδίκησις θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσ. καὶ μετοχ., ἐνορέω ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. ἐνατενίζω εἴς τινα ἤ τι, βλέπω τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐνεώρων, f. ἐνόψομαι, ao.2 ἐνεῖδον;
1 voir dans ou sur, remarquer dans ou sur : ἔν τινί τι ou τινί τι voir qch dans ou sur qqn ou qch : ἐνορέω (ion.) ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν HDT je vois que vous ne serez pas en état de faire la guerre;
2 regarder en face, fixer les yeux sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁράω.