ἐπίνοια

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνοια Medium diacritics: ἐπίνοια Low diacritics: επίνοια Capitals: ΕΠΙΝΟΙΑ
Transliteration A: epínoia Transliteration B: epinoia Transliteration C: epinoia Beta Code: e)pi/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A thinking on or of a thing, thought, notion, οὐδ' ἐς ἐπίνοιαν ἰέναι τινός Th.3.46; ὡς . . Id.4.92; οὐδ' ἐπίνοιαν ποιήσασθαί τινος Plb.1.20.12; τὰς ἐ. εἴς τι φέρειν D.H.Pomp.1; πάσαις ταῖς ἐ. γίγνεσθαι περί τι Plb.5.110.10; conception, idea, ἐναργὴς τοῦ πράγματος ἐ. Epicur.Fr.255, cf. Phld.D.3.8, al.; κατ' ἐπίνοιαν in idea, opp. κατὰ περίπτωσιν (q.v.), Stoic.2.29; κατ' ἐ. ψιλὴν ὑφεστάναι ib.159; πᾶσαν ἐ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Plu.2.1065d.    2. power of thought, inventiveness, οἶνον σὺ τολμᾶς εἰς ἐ. λοιδορεῖν; Ar.Eq.90, cf. X.Cyr.2.3.19; κατὰ τέχνην καὶ ἐ. γίγνεσθαι Thphr.Od.7.    3. invention, device, conceit, ἐ. ἀστειοτάται Ar.Eq.539; ζητεῖν καινὴν ἐ. Id.V.346; θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐ. Id.Eq.1322, etc.; τέχνης ἐπίνοιαι Arist.Mu.399b17; πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10.    4. purpose, design, τίν' ἐ. ἔσχεθες; E.Ph.408, cf. Med.760 (lyr.); τίς ἐ.; Ar.Th.766, cf. Av.405 (lyr.); ἥτις ἡ 'πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος Id.V.1073, cf. Pl.45; κατὰ τὴν ἐκφορὰν καὶ τὴν ἐ. Stoic.2.128; ἡ ἐ. τῆς καρδίας Act.Ap.8.22: pl., ἐξ οἰκείων ἐ., = sua sponte, OGI580.7 (Cilicia, iv A.D.).    II. afterthought, second thoughts, ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην S.Ant. 389.    III. intelligence, κοινὴ ἐ. Plb.6.5.2, cf. Longin. ap. Eus.PE 15.20.    2. Psychol., reflection on experience, retrospection, Plot.2.9.1, 6.8.7.

German (Pape)

[Seite 966] ἡ, Gedanke, Einfall, Erfindung; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας Plat. Rep. X, 600 a; θαυμασταί, ἀστειόταται Ar. Equ. 539. 1322 u. öfter; οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν, in Beziehung auf das Erfinden, die Erfindungskraft, 90; das Vorhaben, die Absicht, Eur. Phoen. 408; Xen. Cyr. 2, 3, 19; εἰς ἐπίνοιάν τινος ἰέναι, über Etwas nachdenken, Thuc. 3, 46. 4, 42; οὐδὲ ἐπίνοιαν ποιεῖσθαί τινος, auch nicht daran denken, Pol. 1, 20, 11; πάσαις ταῖς ἐπινοίαις γίγνεσθαι περί τι 5, 110; κατ' ἐπίνοιαν, in der Vorstellung, Sext. Emp. adv. phys. 2, 348; πᾶσαν ἐπίνοιαν ὑπερβάλλειν, alle Vorstellung übersteigen, Plut. adv. stoic. 14; ἐπίνοιαι neben τολμήματα Luc. Alex. 1; Kunstgriff, 21. – Bei Soph. Ant. 385 ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην, die spätere Ueberlegung. – Uebh. Einsicht, ἡ κοινὴ ἐπ. Pol. 6, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνοια: ἡ, (νοῦς) τὸ σκέπτεσθαι περί τινος, σκέψις, διάνοια, ἰδέα, οὐδ’ ἐς ἐπίνοιαν ἐλθεῖν τινος Θουκ. 3. 46· ὡς... 4. 92· οὐδ’ ἐπίνοιαν οὐδέποτε ποιησάμενοι τῆς θαλάσσης, οὐδὲ διανοηθέντες ποτὲ περὶ αὐτῆς, Πολύβ. 1. 20. 12· τὰς ἐπ. εἴς τι φέρειν Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. Ἐπιστ. 1.2· πάσαις ταῖς ἐπ. γίγνεσθαι περί τι Πολύβ. 5. 110, 10· κατ’ ἐπίνοιαν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 348· πᾶσαν ἐπ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Πλούτ. 2. 1065D. 2) δύναμις τοῦ ἐπινοεῖν τι, ἐφευρετικότης, οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπ. λοιδορεῖν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 90, πρβλ. Θεόφρ. π. Ὀσμ. 7: - ὡσαύτως, ἐφεύρεσις, ἐπινόημα, ἐπ. ἀστειοτάτη Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· καινὴν ἐπ. ζητεῖν ὁ αὐτ. Σφ. 346, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 3, 19· θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1322, κτλ. 3) σκοπός, σχέδιον, τίν’ ἐπ. ἔσχεσθες; Εὐρ. Φοίν. 408, πρβλ. Μήδ. 760· τίς ἐπ.; Ἀριστοφ. Θεσμ. 766, πρβλ. Ὄρν. 405· τίς... ἡ ’πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος; ὁ αὐτ. 1073, πρβλ. Πλ. 45. ΙΙ. ἡ μετὰ ταῦτα σκέψις, δευτέρα σκέψις, ψεύδει γὰρ ἡ ’πίνοια τὴν γνώμην Σοφ. Ἀντ. 389, πρβλ. Ἐπιμηθεύς: - καθόλου, κατάληψις, κατανόησις, τὴν κοινὴν ἐπίνοιαν Πολύβ. 6. 5, 2, πρβλ. Λογγίνου Ἀποσπ. 7. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. pensée qui vient à l’esprit, d’où
1 réflexion, imagination, pensée;
2 invention;
II. pensée après coup, réflexion tardive.
Étymologie: ἐπινοέω.