ἐργαστήριον

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστήριον Medium diacritics: ἐργαστήριον Low diacritics: εργαστήριον Capitals: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: ergastḗrion Transliteration B: ergastērion Transliteration C: ergastirion Beta Code: e)rgasth/rion

English (LSJ)

τό,

   A any place in which work is done : workshop, manufactory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9 ; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22 ; butcher's shop, Ar.Eq.744 ; perfumer's shop, Hyp.Ath.6 ; barber's shop, Plu.2.973b ; μισθώσασθαι ἐ. πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphem. for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.    2 metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐ. X.HG3.4.17 ; λόγων ἐ. Lib.Or.55.34.    b of persons, gang, συκοφαντῶν ἐ. D.39.2,40.9 ; πειρατικὸν ἐ. Hld.5.20.    c as Adj., φάρμακον ἐ. τινός Sch.S.Tr.846.

German (Pape)

[Seite 1019] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Uebertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστήριον: τὸ, τόπος ἐν ᾧ γίνεται ἐργασία, ἐργαστήριονἐργοστάσιον ἔνθα τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· μεταλλεῖον, λατομεῖον, αὐτόθι 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· κουρεῖον, Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, χαμαιτυπεῖον, Δημ. 1367. 26 (ἴδε ἐργάζομαι ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
endroit où l’on travaille :
1 fabrique, atelier;
2 boutique, échoppe.
Étymologie: ἐργάζομαι.