ἐπιλυμαίνομαι
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
A infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.
German (Pape)
[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.