ἑτερόδοξος
English (LSJ)
ον,
A differing in opinion, Luc.Eun.2. 2 holding opinions other than the right, heterodox, Ph. 1.403, al., Arr.Epict.2.9.19, J.BJ2.8.5; [ἰατρός] Sor.1.52, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως in heterodox manner, τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι Philostr. VS2.1.11.
German (Pape)
[Seite 1048] von anderer, bes. irriger Meinung, Luc. Eun. 2 u. a. Sp., bes. K. S. im Ggstz von ὀρθόδοξος; auch adv., Philostr. v. soph. 2 p. 559.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόδοξος: -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ ὁμόδοξος, Λουκ. Εὐν. 2: ― ἐντεῦθεν, 2) πρεσβεύων ἄλλο παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, μετὰ διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pense autrement qu’un autre.
Étymologie: ἕτερος, δόξα.