εὐξύμβλητος
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.
German (Pape)
[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὐσύμβλητος.