εὐτονία

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτονία Medium diacritics: εὐτονία Low diacritics: ευτονία Capitals: ΕΥΤΟΝΙΑ
Transliteration A: eutonía Transliteration B: eutonia Transliteration C: eftonia Beta Code: eu)toni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tension, vigour, D.S.5.39; σκελῶν ib.34: esp. in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐ. καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐ. ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H.    b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐ. gentle force, Hp.Ep.15.    c elasticity, Ph.Bel.71.33.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία˙ ὑπομονή».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.