εὐσεβέω

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσεβέω Medium diacritics: εὐσεβέω Low diacritics: ευσεβέω Capitals: ΕΥΣΕΒΕΩ
Transliteration A: eusebéō Transliteration B: eusebeō Transliteration C: efseveo Beta Code: eu)sebe/w

English (LSJ)

   A live or act piously or reverently, abs., Thgn.145, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.), S.Aj.1350, etc.; εἴς τινα towards one, Id.Ant.731; περί τινα E.Alc.1148; περὶ θεούς Pl.Smp.193a; πρὸς τὸν θεόν Men.Mon.567; πρὸς θεούς AP10.107 (E.); εὐ. τὰ πρὸς θεούς S. Ph.1441; τὰ περὶ τοὺς θεούς Isoc.3.2; of outward acts of service, θύουσα καὶ εὐσεβοῦσα τοῖς θεοῖς PRyl.112 (a).4 (iii A.D.); εὐ. θεούς to reverence them, A.Ag.338 (nisi leg. εὖ σέβειν) ; εὐσεβήσασαν τὴν θεόν BCH44.77 (Lagina):—Pass., εὐσεβεῖσθαι to be reverenced, Antipho 3.3.11, Ph.2.201; of a duty, to be reverently discharged, Pl.Ax. 364c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβέω: εἶμαι εὐσεβής, ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· περί τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· πρός τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― ὡσαύτως, εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν ταύτῃ τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ διάκρισις εἶναι ἀμφισβητήσιμος, διότι καὶ τὰ ῥήματα εὐεργετέω καὶ ἀσεβέω εἶναι ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être pieux, montrer des sentiments de piété (religieuse, filiale, etc.).
Étymologie: εὐσεβής.