εὐτεκνέω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
A to be happy in children, E.Fr.520, Stoic.3.156, Plu.2.278b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεκνέω: εἶμαι εὐτυχὴς εἰς τέκνα, Εὑρ. Ἀποσπ. 524, Πλούτ. 2. 278Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être heureux en enfants.
Étymologie: εὔτεκνος.