ἐφορμαίνω
From LSJ
English (LSJ)
A rush on, δρόμῳ A.Pers.208, cf. Orph.H.33.5, 74.7; τινι upon or against one, Opp.C.3.367.
German (Pape)
[Seite 1122] dagegen anstürmen, andringen, δρόμῳ πτεροῖς, vom Vogel, Aesch. Pers. 206; – τινί, auf Etwas, Opp. Cyn. 3, 367.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμαίνω: ἐφορμῶ, φέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, δρόμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 208, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 33, 74· τινι, κατὰ ἢ ἐναντίον τινός, Ὀππ. Κυν. 3. 367.