εὐπάλαμος
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn.D.5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967. 2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn.D.17.146, al. b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.
German (Pape)
[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la main habile, industrieux.
Étymologie: εὖ, παλάμη.