θεμερῶπις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.
Greek (Liddell-Scott)
θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui a l’air posé, l’aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.