θρῖον

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῖον Medium diacritics: θρῖον Low diacritics: θρίον Capitals: ΘΡΙΟΝ
Transliteration A: thrîon Transliteration B: thrion Transliteration C: thrion Beta Code: qri=on

English (LSJ)

τό,

   A fig-leaf, Ar.Ec.707, Sotad.Com.1.27: generally, leaf, Nic.Al.55; petal, ib.407.    2 prov., θρίου ψόφος, of empty threats, Ar.V.436.    II mixture of eggs, milk, lard, flour, honey, cheese, etc., wrapped in fig-leaves, θ. ταρίχους, δημοῦ, Id.Ach.1101, 1102; δημοῦ βοείου θρῖον Id.Eq.954; ἐγκεφάλου θρίω δύο (a pun on the figleaf-like hemispheres of the brain) Id.Ra.134, cf. Sch. ll. cc. [ῑ, Ar. Eq.954, al., Men.518.11; θρῐα, θρῐον are ff. ll. for θρύα, θρύον in Theoc. 13.40, AP9.723 (Antip. Sid.); cf. λεπτόθρῐος.]

German (Pape)

[Seite 1219] τό (von τρεῖς, τρία, wegen der drei Ausschnitte?), 1) Feigenblatt, Ar. Eccl. 707 Vesp. 436; comic. Ath. VII, 293 b; von anderen Blättern, Nic. Al. 55. 497. – 21 eine Speise aus Schmalz, Honig, Eiern u. Weizenmehl, in Feigenblätter eingewickelt u. gebacken, ausführlich von Schol. Ar. Equ. 949 beschrieben. Feigenblätter wurden überhaupt zum Einhüllen von Eßwaaren u. zum Aufbewahren gebraucht, dah. θρῖον ταρίχους, δημοῦ βοείου, Ar. Ach. 1066 Equ. 949; aber Ran. 134 ἀλλ' ἀπολέσαιμ' ἂν ἐγκεφάλου θρίω δύο ist wohl komisch von den Theilen, Lappen des Gehirns gesagt, Droysen "Hirnklöße", Schol. ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἐφ' ἑαυτὸν ὑμένας ἐοικότας ταῖς τῆς συκῆς φύλλοις.

Greek (Liddell-Scott)

θρῖον: τό, φύλλον συκῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 436, Ἐκκλ. 707, Κωμ. παρ’ Ἀθην. 293D· καθόλου, φύλλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 55. 407. ΙΙ. μῖγμα ᾠῶν, γάλακτος, στέατος ὑείου ἢ ἐριφείου, σεμιδάλεως, μέλιτος καὶ τυροῦ, εἶδος «σφογγάτου», οὕτω κληθὲν διότι περιετυλίσσετο εἰς φύλλον συκῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1102, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ., πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἱππ. 954 καὶ εἰς Βατρ. 134· δημοῦ βοείου θρῖον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγκεφάλου θρίω δύο ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ϛ΄, 57. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ τρὶς, τρία, ἐκ τῶν τριῶν λοβῶν τοῦ φύλλου συκῆς). ῑ Ἀριστοφ. Ἱππ. 954, πρβλ. Ἀχ. 158, 1102. Ἀντὶ θρῐον ἐν Θεοκρ. 13. 40, Ἀνθ. Π. 9. 723, ἀναγνωστέον θρύον, κατὰ Ἰακώψ. σ. 622· ἀλλὰ πρβλ. λεπτόθρῐος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 feuille de figuier ; p. ext. toute feuille;
2 sorte d’omelette, faite de lait, d’œufs, de saindoux, de farine, de miel et de fromage (~brick), conservée dans des feuilles de figuier;
3 membrane du cerveau.
Étymologie: DELG -.